δεκαεννέα

δεκαεννέα
(AM δεκαεννέα)
(απόλ. αριθμ.) ποσό μιας δεκάδας και εννέα μονάδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεκαεννέα — και δεκαεννιά άκλ. αριθμ. απόλ., άθροισμα 19 μονάδων: Είναι δεκαεννιά χρονών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννεακαιδεκαετηρίς — ἐννεακαιδεκαετηρίς, η (Α) χρονική περίοδος δεκαεννέα ετών, χρονολογικός κύκλος δεκαεννέα ετών, από τα οποία τα δώδεκα ήταν κοινά και τα επτά εμβόλιμα αλλιώς ο ενιαυτός τού Μέτωνος ή μέγας ενιαυτός …   Dictionary of Greek

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δεκαεννεάμηνος — και δεκαεννιάμηνος, η, ο 1. ηλικίας δεκαεννιά μηνών 2. διάρκειας δεκαεννιά μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαεννέα + μηνος < μην (μηνός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δεκαεννεαπλάσιος — α, ο αυτός που είναι δεκαεννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • δεκαεννιά — βλ. δεκαεννέα …   Dictionary of Greek

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • εννεακαίδεκα — ἐννεακαίδεκα (AM) άκλ. δεκαεννέα …   Dictionary of Greek

  • εννεακαιδεκάκις — ἐννεακαιδεκάκις (Μ) επίρρ. δεκαεννέα φορές …   Dictionary of Greek

  • εννεακαιδεκάμηνος — ἐννεακαιδεκάμηνος, ον (Α) ο ηλικίας δεκαεννέα μηνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”